εικονολογία

εικονολογία
Επιστήμη μελέτης της εικονογραφίας. Ο όρος ε. αναφέρεται για πρώτη φορά στο ομότιτλο βιβλίο του Τσέζαρε Ρίπα (Ρώμη, 1593), παρότι εκεί η λέξη έχει την έννοια της φανταστικής δημιουργίας συμβόλων, εικόνων ή προσωποποιήσεων. Η σύγχρονη επιστήμη της ε. βασίζεται στα πορίσματα της ψυχολογίας –που σχετίζονται με την εσωτερική διαδικασία της παραγωγής συμβόλων και μύθων– και κυρίως στη φιλοσοφική θεωρία των συμβολικών μορφών του Ερνστ Κασίρερ. Διαφέρει δε από την επιστήμη της εικονογραφίας στο ότι –όπως ισχυρίζεται ο κυριότερος μελετητής της, Έρβιν Πανόφσκι– «η ε. είναι μέθοδος ερμηνευτική των συνθέσεων και όχι αναλυτική των λεπτομερειών, όπως η επιστήμη της εικονογραφίας». Με την έννοια αυτή, το πεδίο των ενδιαφερόντων της ε. γίνεται πολύ πιο ευρύ. Εξάλλου το γεγονός ότι η ε. ερευνά στο σύνολό τους τα πολιτιστικά, τα πνευματικά και τα πρακτικά αίτια από τα οποία εξαρτάται η γέννηση, η επιβίωση, η μετάδοση ή η εξαφάνιση ορισμένων παραστάσεων, ιστοριών ή αλληγοριών, την τοποθετεί σε επίπεδο πραγματικής ιστορικής επιστήμης και μάλιστα σύνθεσης διαφόρων ιστορικών επιστημών. Παρότι δεν είναι ομόφωνα αποδεκτή η άποψη των μεγάλων εικονολόγων, όπως οι Άμπι Βάρμπουργκ και Φριτς Σαξλ, που ίδρυσαν το περίφημο Ινστιτούτο Βάρμπουργκ και υποστηρίζουν μαζί με τον Πανόφσκι ότι η ε. μπορεί να ερμηνεύσει εντελώς το έργο τέχνης, είναι ωστόσο βέβαιο ότι με τη θεωρία αυτή συνδέονται πολλές από τις πιο σημαντικές τάσεις της σύγχρονης ιστορικοκριτικής μεθοδολογίας.
* * *
η (Α εἰκονολογία)
νεοελλ.
1. η μελέτη τών έργων τών μεγάλων ζωγράφων
2. η επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη τών συμβόλων τής αρχαίας και τής χριστιανικής θρησκείας
αρχ.
μεταφορική ομιλία με εικόνες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εἰκονολογίαν — εἰκονολογίᾱν , εἰκονολογία figurative speaking fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰκονολογιῶν — εἰκονολογία figurative speaking fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… …   Dictionary of Greek

  • Iconología — (Del gr. eikon, imagen + logos, palabra, tratado.) ► sustantivo femenino ARTE, AUDIOVISUALES Estudio de la formación, transmisión y contenido de las imágenes, es decir, de las representaciones figuradas. * * * iconología (del gr. «eikonología») 1 …   Enciclopedia Universal

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • εικονογραφία — Η τυπική απεικόνιση στα έργα τέχνης ιστορικών, μυθολογικών και θρησκευτικών προσώπων και θεμάτων με τα διακριτικά τους σύμβολα ή γνωρίσματα, όπως έχουν καθοριστεί από την παράδοση και το δόγμα. Για παράδειγμα, ένας αετός ή ένας επιβλητικός ώριμος …   Dictionary of Greek

  • εικόνα — (Μαθημ.). Αν A,B δύο σύνολα, F μία απεικόνιση από το Α στο Β, δηλαδή ένα μη κενό υποσύνολο του καρτεσιανού γινομένου A x Β (Fc = A x Β) και (χ,ψ) F, τότε το ψ ονομάζεται μια ε. του χ κατά την απεικόνιση ψ. γεωμετρική ε. συνάρτησης. Αν f είναι… …   Dictionary of Greek

  • iconología — (Del gr. εἰκονολογία). f. Esc. y Pint. Representación de las virtudes, vicios u otras cosas morales o naturales, con la figura o apariencia de personas …   Diccionario de la lengua española

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”